- σωσμός
- ο, Νδιάσωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < σώζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Δ. Ν. Βερναρδάκη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σω(σ)μός — ο σώσιμο, διάσωση, γλιτωμός: Ήταν θαύμα ο σωσμός του από το βομβαρδισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)